- ηλίθιος
- -ια, -ιο (AM ἠλίθιος, -ία, -ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, -ία, -ον) ανόητος, μωρός, βλάκαςαρχ.1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.)2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι» — είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τού ηλιθίου4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠλίθιονανόητα, ηλίθια, με βλακώδη τρόπο.επίρρ...ηλιθίως και ηλίθια (AM ἠλιθίως) ανόητα, με ηλίθιο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.